- νιούτσικος
- -η, -ο (Μ νιούτσικος, -η, -ον)βλ. νεούτσικος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιούτσικος — η, ο 1. οκάπως νέος. 2. ως ουσ., ο νέος, το παλικάρι, ο λεβέντης: Εκίνησε ο νιούτσικος να πάει ν αρραβωνίσει (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεούτσικος — και νιούτσικος, η, ο (Μ νεούτσικος και νιούτσικος, η, ον) [νέος] 1. (με θωπευτική σημ.) πολύ νεαρός σε ηλικία 2. το αρσ. ως ουσ. ο νεούτσικος νέος άντρας, νεαρούλης 3. το θηλ. ως ουσ. η νεουτσικη νεαρή γυναίκα, κοπέλα νεοελλ. 1. (γενικά)… … Dictionary of Greek
ακρόνεος — ο νιούτσικος νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + νέος] … Dictionary of Greek